διάφραγμα

διάφραγμα
Λεπτό τοίχωμα που παρεμβάλλεται σε έναν αγωγό ή σε μία συσκευή για να το διαιρέσει σε δύο μέρη. (Ανατ.) Λεπτό μυομεμβρανώδες όργανο που αποτελεί το χώρισμα μεταξύ θώρακα και κοιλίας των ανωτέρων θηλαστικών. Διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην αναπνοή. Δ. ονομάζονται και τα χωρίσματα του εσωτερικού των μιτοχονδρίων, που σχηματίζονται από τις αναδιπλώσεις της εσωτερικής μεμβράνης. (Φυσ.) Στην οπτική, δ. ονομάζεται κάθε όργανο που περιορίζει μία δέσμη ακτίνων κατά τη διέλευσή της από ένα οπτικό σύστημα. Λεπτομερέστερα, το δ. αποτελείται από ένα αδιαφανές πέτασμα, στο οποίο υπάρχει ένα κυκλικό άνοιγμα τοποθετημένο στον άξονα του οπτικού συστήματος. Η διάμετρος του ανοίγματος είναι συνήθως ρυθμιζόμενη. Η λειτουργία του δ. βασίζεται στο γεγονός ότι μόνο ένα μέρος από τις ακτινοβολίες που προσπίπτουν στο σύστημα μπορεί να το διασχίσει. Η βασική αποστολή του δ. είναι κατ’ αρχάς η εξάλειψη των φωτεινών ακτίνων που προσπίπτουν στην περιφερειακή ζώνη ενός φακού, υφιστάμενες την αναπόφευκτη εκτροπή εξαιτίας της σφαιρικότητας των φακών (σφάλματα φακών). Κατά δεύτερο λόγο, με τη ρύθμιση της διαμέτρου του ανοίγματος είναι δυνατή η ρύθμιση της φωτεινής έντασης που μεταδίδει το σύστημα στον δέκτη (πέτασμα, πλάκα, μάτι), σε σχέση με τον φωτισμό του αντικειμένου που παρατηρούμε, το βάθος του πεδίου όπου γίνεται η εστίαση και την ευαισθησία που χαρακτηρίζει τον δέκτη. Στις φωτογραφικές μηχανές, το δ. είναι μια συσκευή που χρησιμοποιείται για να ελέγχει την ποσότητα του φωτός που φτάνει στο φωτογραφικό φιλμ. Ονομάζεται συνήθως ιριδοδιάφραγμα. Στην υδραυλική, το δ. είναι σημαντικό όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για τον υπολογισμό της παροχής ενός υγρού σε έναν αγωγό με πίεση. Αποτελείται βασικά από έναν δίσκο με ένα κυκλικό άνοιγμα στο κέντρο του, ο οποίος παρεμβάλλεται σε ένα οριζόντιο τμήμα του σωλήνα, κάθετο προς τη διεύθυνση της ροής. Επειδή η διάμετρος του ανοίγματος είναι μικρότερη από τη διάμετρο του σωλήνα, μετά τη στένωση παρουσιάζεται αύξηση ταχύτητας και συνεπώς μείωση της πίεσης του ρευστού. Η παροχή είναι ανάλογη προς την πτώση της πίεσης. Επομένως, αρκεί η χρήση δύο μανομέτρων, που τοποθετούνται το ένα πριν και το άλλο μετά το δ., για τον εντοπισμό, με έναν απλό τύπο, της τιμής της παροχής.αντισυλληπτικό δ.Λεπτός θόλος από ελαστικό με εύκαμπτο χείλος, ο οποίος εισάγεται στον κόλπο για να καλύψει τον τράχηλο της μήτρας και να εμποδίσει την είσοδο των σπερματοζωαρίων, αποτρέποντας την εγκυμοσύνη. Διαφανής απεικόνιση διαφράγματος: φαίνονται τα τρήματα της αορτής (Α), του οισοφάγου (Β) και της κάτω κοίλης φλέβας (Γ). Η άνω επιφάνεια είναι θολωτή με το κυρτό της τμήμα προς τα άνω. Βαθμωτό διάφραγμα. Η εικόνα αυτή δείχνει τη διαφορά του οπτικού δρόμου μεταξύ των διαφόρων ακτίνων μιας δέσμης, ανάλογα με το μήκος της τροχιάς (σημειούμενο με κόκκινο) που διανύεται στο γυαλί. Πάνω, τοπίο φωτογραφημένο με πολύ ανοιχτό φακό. Κάτω, το ίδιο τοπίο με πολύ κλειστό διάφραγμα, τον ίδιο χρόνο. Γενικά τα διάφορα ανοίγματα του φακού μιας φωτογραφικής μηχανής παρουσιάζουν στις φωτογραφίες και ανάλογες αντιστοιχίες σε ό,τι αφορά τον φωτισμό. Διαφράγματα με έλασμα σταθερού ανοίγματος χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν.
* * *
το (ΑΝ)
φράγμα που χωρίζει κάτι σε δύο μέρη, διαχώρισμα, μεσότοιχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διάφραγμα — partition neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάφραγμα — το 1. (ιατρ.), υμένας που διαχωρίζει εσωτερικά όργανα του σώματος: Έχει μάθει να αναπνέει σωστά χρησιμοποιώντας το θωρακικό διάφραγμα. 2. εξάρτημα της φωτογραφικής μηχανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εικονοστάσιο ή εικονοστάσι — Διάφραγμα από γλυπτό ξύλο ή πέτρα που χωρίζει το Άγιο Βήμα από τον υπόλοιπο ναό (βλ. λ. τέμπλο)· το σημείο εκείνο του σπιτιού όπου οι πιστοί τοποθετούν εικόνες αγίων …   Dictionary of Greek

  • διαφραγμάτων — διάφραγμα partition neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφράγμασι — διάφραγμα partition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφράγμασιν — διάφραγμα partition neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφράγματα — διάφραγμα partition neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφράγματι — διάφραγμα partition neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφράγματος — διάφραγμα partition neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”